γνώρισε....

την πορεία ανάπτυξης του ιερού της Ολυμπίας και παράλληλα την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης

Τα εκθέματα παρουσιάζονται στην ευρύχωρη κεντρική αίθουσα και σε έντεκα ακόμη που την περιβάλλουν με χρονολογική και ενίοτε με θεματική σειρά.

Όλα τα αντικείμενα εξηγούνται με απλό αλλά επιστημονικό τρόπο. Με μια ποικιλία χρήσιμων εργαλείων και μέσων όπως χάρτες, σχέδια, φωτογραφίες, ανακατασκευές και μακέτες των μνημείων, ο επισκέπτης ενημερώνεται και υποστηρίζεται σε κάθε του βήμα στο μουσείο.

Οι πίνακες πληροφοριών και οι λεζάντες για κάθε έκθεμα στη βιτρίνα, συζητούν και εξηγούν την ιστορική εξέλιξη τόσο του ιερού όσο και της αρχαίας ελληνικής τέχνης.

Η μεγάλη κεντρική αίθουσα του μουσείου φιλοξενεί το γλυπτό διάκοσμο του Ναού του Διός. Στα υπόλοιπα διαμερίσματα που την πλαισιώνουν,  παρουσιάζονται τα πλούσια και συχνά μοναδικά στο είδος τους ευρήματα των ανασκαφών του ιερού της Ολυμπίας όλων των περιόδων, αντικείμενα των συλλογών χαλκίνων, πηλίνων λιθίνων και διαφόρων άλλων υλών του μουσείου.

Μόνιμη Έκθεση - Ενότητες

plan

Η αφήγηση της ιστορίας του Ιερού της Ολυμπίας ξεκινά στην πρώτη αίθουσα με τα τεκμήρια της προϊστορικής περιόδου, τα οποία φωτίζουν τις απαρχές της ανθρώπινης παρουσίας στον χώρο. Εκτίθενται κεραμικά αγγεία και λίθινα εργαλεία, κυρίως της Πρωτοελλαδικής II και III περιόδου (2700–2000 π.Χ.), τα οποία μαρτυρούν τις πρώιμες εγκαταστάσεις και τις δραστηριότητες των κοινοτήτων της εποχής.

Κεντρική θέση κατέχει το μοντέλο του τύμβου του Πέλοπα, μνημείου που συνδέεται με τον μυθικό ήρωα και υπογραμμίζει τη στενή σχέση του ιερού με τις μυθικές παραδόσεις της Ηλείας.

Η συνέχεια οδηγεί στη μυκηναϊκή περίοδο (1600–1100 π.Χ.), εκπροσωπούμενη από πήλινα, λίθινα και χάλκινα αντικείμενα, καθώς και κοσμήματα από τους θολωτούς τάφους που αποκαλύφθηκαν στην περιοχή του νέου μουσείου. Τα ευρήματα αυτά δεν αποτελούν μόνο δείγματα υλικού πολιτισμού, αλλά και πολύτιμες μαρτυρίες για τις ταφικές πρακτικές, τις κοινωνικές δομές και την ακτινοβολία του μυκηναϊκού κόσμου στην Ολυμπία.

Η ενότητα παρουσιάζει την εντυπωσιακή συλλογή χάλκινων αντικειμένων των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων, πολύτιμα αναθήματα στο Ιερό του Δία, που μαρτυρούν τον πλούτο και τη σημασία της Ολυμπίας στην πρώιμη αρχαιότητα. Πρόκειται για τμήμα μόνο της πολυάριθμης συλλογής του Μουσείου, η οποία θεωρείται η πλουσιότερη του κόσμου στο είδος της.

Ειδώλια ανθρώπων και ζώων, περίτεχνα σφυρήλατα ελάσματα, τριποδικοί λέβητες και άλλα σκεύη ή εξαρτήματα, καθώς και μορφές γρυπών και σειρήνων, αποκαλύπτουν την καλλιτεχνική δεξιοτεχνία και τον συμβολικό χαρακτήρα των αναθημάτων. Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα μοναδικά έργα κοροπλαστικής, τα οποία φωτίζουν τις αισθητικές αναζητήσεις της εποχής.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει ο οπλισμός – κράνη, κνημίδες, επισήματα ασπίδων και περίτεχνοι θώρακες – που αφιερώθηκαν στον Δία ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και τιμής για τις στρατιωτικές επιτυχίες των αφιερωτών. Η αμυντική και επιθετική εξάρτυση, μετασχηματισμένη σε ιερό δώρο, μαρτυρεί τη σύνδεση της πολεμικής αρετής με τη θρησκευτική λατρεία.

Η ενότητα συμπληρώνεται από το πήλινο ακρωτήριο του Ηραίου, ένα σπάνιο δείγμα αρχιτεκτονικού διάκοσμου, ενώ το λίθινο αρχαϊκό κεφάλι της Ήρας προϊδεάζει τον επισκέπτη για την ανάπτυξη της μεγάλης πλαστικής που θα ακολουθήσει στην Ολυμπία και στον ελληνικό κόσμο.

Η ενότητα αυτή αναδεικνύει μια πλούσια ποικιλία ευρημάτων που φωτίζουν την καλλιτεχνική και θρησκευτική ζωή της αρχαίας Ολυμπίας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν κεραμικά αγγεία καθημερινής και λατρευτικής χρήσης, περίτεχνα χάλκινα κοσμήματα και σκεύη, καθώς και σημαντικά δείγματα γλυπτικής με ίχνη ζωγραφικού διακόσμου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν αρχιτεκτονικά μέλη που προέρχονται από σημαντικά μνημεία: το γλυπτό αέτωμα του Θησαυρού των Μεγαρέων, το γείσο του Θησαυρού της Γέλας και ένας εντυπωσιακός λεοντοκέφαλος υδρορρόης. Όλα αυτά τα έργα δεν αποκαλύπτουν μόνο την τεχνική δεξιοτεχνία και την αισθητική αντίληψη της εποχής, αλλά και την πολιτιστική και πολιτική παρουσία των ελληνικών πόλεων που τα αφιέρωσαν στον Δία στην Ολυμπία.

Η ενότητα αυτή συγκεντρώνει εξαιρετικά δείγματα μεγάλων πήλινων γλυπτών, τα οποία αποτυπώνουν με ζωντάνια τον πλούτο της καλλιτεχνικής έκφρασης στην αρχαία Ολυμπία. Ξεχωριστή θέση κατέχει η περίφημη σύνθεση του Δία με τον Γανυμήδη, ένα έργο με ιδιαίτερη αφηγηματική δύναμη και συμβολικό βάθος.

Εντυπωσιακή είναι επίσης η μεγαλοπρεπής κεφαλή της θεάς Αθηνάς, που αποπνέει θεϊκή μεγαλοσύνη και καλλιτεχνική αρτιότητα, καθώς και η ζωντανή μορφή δελφινιού που αναδύεται μέσα από τα κύματα, ένα σπάνιο και παιγνιώδες μοτίβο στην τερακότα.

Το σύνολο πλαισιώνουν αντικείμενα με ισχυρό ιστορικό συμβολισμό: η χάλκινη κεφαλή πολιορκητικού κριού, σύμβολο στρατιωτικής τεχνολογίας, και τα κράνη του Μιλτιάδη και του Ιέρωνος, τα οποία αφιερώθηκαν στον Δία ως αιώνια αναθήματα ευγνωμοσύνης μετά από ένδοξες νίκες.

Οι αφιερώσεις αυτές παραπέμπουν στη λαμπρή νίκη του Μιλτιάδη στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) και στον ένδοξο ναυτικό θρίαμβο του Ιέρωνος στη ναυμαχία της Κύμης (474 π.Χ.).

Όλα μαζί τα εκθέματα συνδέουν τη μυθολογία με την τέχνη και την ιστορία, προσφέροντας στον επισκέπτη ένα ζωντανό πανόραμα ευσέβειας και επιτευγμάτων στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

Στη μεγάλη κεντρική αίθουσα εκτίθενται οι μοναδικές μαρμάρινες αετωματικές συνθέσεις και οι μετόπες από το ναό του Δία, τα πλέον αντιπροσωπευτικά δείγματα του αυστηρού ρυθμού, που αποτελούν τη σημαντικότερη εκθεσιακή ενότητα του μουσείου. Ο ναός του Δία, έργο του ηλείου αρχιτέκτονα Λίβωνα χτίστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ., εποχή της μέγιστης ακμής του ελληνικού πολιτισμού, την κλασική. Με τις επιβλητικές του διαστάσεις, το γλυπτό του διάκοσμο και τη μεγαλοπρέπεια του δωρικού ρυθμού, εξέπεμπε κύρος και δύναμη, προκαλώντας το θαυμασμό τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη σημερινή εποχή.

Ο γλυπτός διάκοσμός του ναού είναι εξαιρετικής τέχνης και ιστορικής σημασίας: στα δύο αετώματα απεικονίζονται δυο σημαντικοί μύθοι της αρχαιότητας: η αρματοδρομία μεταξύ του Πέλοπα και του Οινομάου (ανατολικό αέτωμα) και η μάχη των Κενταύρων με τους Λαπίθες (δυτικό αέτωμα), με κεντρική μορφή τον Απόλλωνα. Οι μετόπες του ναού παρουσιάζουν τους δώδεκα άθλους του Ηρακλή σε έξεργο ανάγλυφο, δείγμα της υψηλής γλυπτικής τεχνικής της εποχής. Επίσης, στον εσωτερικό χώρο του ναού φιλοξενείτο το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, έργο του Φειδία, έργο στο οποίο είναι αφιερωμένη μια από τις επόμενες αίθουσες του μουσείου της Ολυμπίας.

Η αρμονία και η αυστηρότητα της αρχιτεκτονικής σε συνδυασμό με τον πλούσιο γλυπτό διάκοσμο καθιστούν τον ναό του Δία στην Ολυμπία μνημείο ύψιστης τέχνης και θρησκευτικής σημασίας, ενώ οι μαρμάρινες συνθέσεις που σώζονται αποτελούν έναν από τους καλύτερα διατηρημένους και εντυπωσιακότερους γλυπτούς κύκλους της κλασικής εποχής. Αυτά τα στοιχεία κάνουν την εκθεσιακή ενότητα του μουσείου μοναδική και κεντρική για την κατανόηση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και τέχνης.

Η Νίκη του Παιωνίου, ένα από τα αριστουργήματα της κλασικής γλυπτικής είναι  ένα από τα διασημότερα αγάλματα που φιλοξενεί το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας στην μικρή αυτή αίθουσα. Το άγαλμα βρέθηκε το 1875 στα ερείπια του Ιερού της Ολυμπίας, κοντά στο νοτιοανατολικό άκρο του ναού του Διός.

Αφιερώθηκε στον Δία από τους Μεσσήνιους και τους Ναυπάκτιους το 421 π.Χ., για να τιμήσουν μια μεγάλη στρατιωτική νίκη επί των Σπαρτιατών, αποδίδοντας το τρόπαιο ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και θρησκευτικής αφοσίωσης.

Ο Παιώνιος από τη Μένδη της Μακεδονίας ήταν ο γλύπτης του έργου, το οποίο απεικονίζει τη φτερωτή θεά Νίκη να καταφθάνει θριαμβευτικά, προσγειώνεται ελαφρώς με το δεξί της πόδι και το ένδυμά της ανεμίζει θεαματικά.

Το άγαλμα ξεχωρίζει για την μεγάλη αισθητική αρμονία, την κίνηση και τη λεπτομέρεια στην παρουσίαση του ενδύματος, συμβολίζοντας τόσο τη θεϊκή παρέμβαση όσο και την ανθρώπινη προσπάθεια και νίκη.

Δείτε περισσότερα εδώ

Η αίθουσα 7 αφιερώνεται στον μεγάλο γλύπτη Φειδία και στο εργαστήριο όπου κατασκευάστηκε το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.

Το εργαστήριο, κτισμένο στο β’ μισό του 5ου αιώνα π.Χ. δίπλα από την Άλτη και απέναντι από το ναό του Δία, είχε διαστάσεις σχεδόν ίδιες με τον σηκό του ναού και ήταν οργανωμένο σε τρία κλίτη με δύο σειρές κιόνων. Στο κεντρικό, ευρύχωρο κλίτος φιλοτεχνήθηκε το άγαλμα, ενώ οι υπόλοιποι χώροι χρησιμοποιούνταν για την επεξεργασία των τμημάτων του.

Από τις ανασκαφές προέρχεται πλήθος ευρημάτων, όπως πήλινες μήτρες που χρησίμευαν στη δημιουργία των πτυχώσεων του ιματίου, θραύσματα ελεφαντόδοντου και ημιπολύτιμων λίθων, εργαλεία χρυσοχοΐας και κεραμικά, καθώς και μια μικρή οινοχόη με χαραγμένη την επιγραφή «Φειδίο ειμί» που αποδεικνύει την ταυτότητα του καλλιτέχνη.

Στην ίδια αίθουσα, μαζί με τα προαναφερθέντα αντικείμενα, εκτίθενται και μια εντυπωσιακή ζωγραφική  αναπαραστάση του αγάλματος καθώς και το πρόπλασμα του εργαστηρίου, που βοηθούν στην κατανόηση της διαδικασίας δημιουργίας του μνημειώδους έργου.

Το εντυπωσιακό άγαλμα του Ερμή, έργο του διακεκριμένου γλύπτη Πραξιτέλη, αποτελεί το κορυφαίο δείγμα της τέχνης στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., στη μετάβαση από την ύστερη κλασική στην πρώιμη ελληνιστική εποχή.

Το μαρμάρινο άγαλμα ύψους 2,13 μέτρων απεικονίζει τον νεαρό θεό Ερμή να κρατά στην αγκαλιά του τον μικρό Διόνυσο, και ανακαλύφθηκε σχεδόν ακέραιο το 1877 στον ναό της Ήρας στην Ολυμπία.

Η χαρακτηριστική στάση του Ερμή, με το δεξί πόδι να στηρίζεται και το αριστερό να ακουμπάει ελαφρά στο έδαφος, καθώς και η εξαιρετική απεικόνιση των λεπτομερειών, όπως οι πτυχώσεις του ιματίου, καθιστούν το άγαλμα ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά έργα της πραξιτελικής τεχνοτροπίας.

Το άγαλμα βρίσκεται στο κέντρο της αίθουσας και προστατεύεται με πρωτοποριακό αντισεισμικό σύστημα τοποθετημένο στη βάση του, διασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο τόσο την ασφάλεια του μνημείου όσο και την άνετη θέαση από τους επισκέπτες.

Η παρουσία του Ερμή του Πραξιτέλη στο μουσείο προσφέρει μοναδική ευκαιρία να εκτιμηθεί η υψηλή τεχνική και η καλλιτεχνική διάσταση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.

Δείτε περισσότερα εδώ

Στην αίθουσα αυτή στεγάζονται σημαντικά ευρήματα της Ελληνιστικής κυρίως εποχής, η οποία καλύπτει το χρονικό διάστημα από τα τέλη του 4ου μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. 

Αν και τα εκθέματα είναι λιγοστά σε σύγκριση με το πλήθος των αγαλμάτων θεών, ηρώων και αθλητών που αναφέρονται στις πηγές ότι κοσμούσαν την Ολυμπία, η αίθουσα αυτή προσφέρει μοναδικές μαρτυρίες της τέχνης και της θρησκευτικής ζωής της περιόδου. 

Ξεχωρίζει το μικρό μαρμάρινο κεφάλι της Αφροδίτης στον τύπο της «Κνιδίας» του Πραξιτέλη, το οποίο βρέθηκε στο Λεωνίδειο. Το έργο αυτό διακρίνεται για την εξαιρετική χάρη, την ευαισθησία και την αισθητική τελειότητα που μαρτυρούν τη βαθιά επιρροή του μεγάλου γλύπτη, αν και η χρονολόγησή του θεωρείται πιθανότερο να ανήκει στον 2ο ή στον πρώιμο 1ο αιώνα π.Χ., και όχι στον 4ο αιώνα, σύμφωνά με τις αρχικές εκτιμήσεις. 

Η συλλογή της αίθουσας περιλαμβάνει επίσης άλλα γλυπτά και ευρήματα όπως το ημικιόνιο κορινθιακού τύπου από τον κυκλικό σηκό του Φιλιππείου ή το ακέφαλο άγαλμα καθιστής γυναικείας μορφής από πεντελικό μάρμαρο που αποδεικνύουν την ανάπτυξη της πλαστικής τέχνης και το μεταβατικό στάδιο στην τέχνη κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου στην περιοχή της Ολυμπίας. 

Στις αίθουσες αυτές παρουσιάζεται η ιδιαίτερα πλούσια συλλογή γλυπτών της ρωμαϊκής εποχής που βρέθηκαν στην Ολυμπία. Πρόκειται για έργα που χρονολογούνται κυρίως στους αυτοκρατορικούς χρόνους (1ος–3ος αι. μ.Χ.) και μαρτυρούν τη συνεχιζόμενη ακτινοβολία και τον καλλιτεχνικό πλούτο του ιερού σε μια περίοδο όπου η Ρώμη κυριαρχούσε στον μεσογειακό κόσμο.

Εξέχουσα θέση κατέχουν τα μνημειώδη αγάλματα από το Νυμφαίο του Ηρώδη του Αττικού, το πολυτελές οικοδόμημα που ανεγέρθηκε γύρω στο 160 μ.Χ. και συνδύαζε την αρχιτεκτονική λαμπρότητα με την αφθονία του νερού. Τα γλυπτά, κυρίως αγάλματα θεοτήτων και μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, έχουν τοποθετηθεί στον καμπύλο τοίχο της αίθουσας 10 ώστε να προσεγγίζουν την αρχική τους διάταξη στο μνημείο και να αποδίδουν την εντύπωση της μεγαλοπρέπειας του συνόλου.

Εντυπωσιακός για το μέγεθος και την άριστη διατήρησή του είναι ο ανδριάντας του αυτοκράτορα Αδριανού, ο οποίος σώζεται σχεδόν ακέραιος.

Στην αίθουσα 11 εκτίθενται επίσης αγάλματα που αναδεικνύουν την τεχνοτροπική ποικιλία της ρωμαϊκής γλυπτικής, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν και ανανέωσαν την ελληνική καλλιτεχνική παράδοση. Ξεχωρίζει το άγαλμα της Ποππαίας Σαβίνας η οποία παριστάνεται στο τύπο της ιέρειας, ίσως της Ήρας. Είναι ένα από τα δύο αγάλματα που βρέθηκαν στο δωρικό ναό της Ήρας, ο οποίος στα ρωμαϊκά χρόνια λειτούργησε ως μουσειακός χώρος.

Μέσα από αυτά τα έργα αναδεικνύεται ο ρόλος της Ολυμπίας όχι μόνο ως θρησκευτικού κέντρου, αλλά και ως χώρου πολιτισμικής συνάντησης και αλληλεπίδρασης.

Η παρουσίαση της ιστορίας του ιερού ολοκληρώνεται με τα εκθέματα της τελευταίας αυτής αίθουσας, που αντιπροσωπεύουν τους τελευταίους αιώνες κατοίκησης στην περιοχή, από τον 2ο έως τον 6ο-7ο αιώνα μ.Χ., οπότε και εγκαταλείφθηκε ο χώρος. 

Τα ευρήματα περιλαμβάνουν πήλινα, χάλκινα, σιδερένια και γυάλινα αντικείμενα διαφόρων χρήσεων και τύπων, που αποκαλύπτουν την καθημερινή ζωή, τη λατρεία και τη νεκροταφική πρακτική της περιόδου. 

Πολλά από αυτά προέρχονται από το γειτονικό ρωμαϊκό νεκροταφείο στη θέση Φραγκονήσι, όπου ενταφιάζονταν, μεταξύ άλλων, ιερείς και αθλητές που είχαν ιδιαίτερη σχέση με το ιερό της Ολυμπίας.

Κατά μια επιφανειακή έρευνα το 2018 εντοπίστηκε ένα σπάνιο εύρημα, μια πήλινη επιγραφή με εγχάρακτους τους πρώτους 13 στίχους της ραψωδίας ξ της Οδύσσειας. Η επιγραφή μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη του 2ου έως τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. και είχε επαναχρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό. Πρόκειται για το παλαιότερο σωζόμενο απόσπασμα αυτών των συγκεκριμένων στίχων και ταυτόχρονα αποτελεί ένα από τα παλαιότερα κείμενα της Οδύσσειας που προέρχεται από τον ελληνικό χώρο.

τεχνουργήματα και έργα τέχνης
Μετάβαση στο περιεχόμενο